Ο επιτάφιος ως ντεκόρ του πρώτου (ανεκπλήρωτου) έρωτα, με σάουντρακ το "ω γλυκύ μου έαρ" στις γειτονιές της τότε Ξάνθης, πάνω στους χωμάτινους δρόμους της γειτονιάς μας, αφού τελείωνε η βάρδια στο λυπητερό χτύπημα της καμπάνας, με το μακρύ σκοινί (ο Ρίτσος δεν διδάσκονταν στα σχολεία τότε, τον είχαν ακόμη στα ξερονήσια), είναι κάτι που ξανάρχεται αυτές τις μέρες, με τις μυρουδιές, τους ήχους και την μακρινή ηχώ του παρελθόντος.
Η αγωνία τότε δεν ήταν ούτε για την αναμενόμενη (και σίγουρη) ανάσταση,κάτι σαν επαναλαμβανόμενη λαϊκή-απογευματινή, ούτε για τα τσουρέκια της μαμάς που τα φιλούσε σαν Κέρβερος,στην πιο απόμακρη και δροσερή γωνιά του σπιτιού (τα αμύγδαλα πάντως δεν την γλίτωναν) , ούτε αν με το κερί θα έκαιγες τον μπροστινό σου (ας πρόσεχε), ούτε αν θα εξοικονομούσες κανένα τριάρι για τον σινεμά.
Αλλά έψαχνες μέσα στο σκούρο πλήθος με στίγματα φωτός,που ακολουθούσε το λουλουδένιο ομοίωμα, με αδιάκοπο καρδιοχτύπι και με έναν περίεργο πόνο κάπου εκεί στον σπλήνα (αυτό αργότερα, όταν μάθαμε λίγη ανατομία, τότε νόμιζα ότι ήταν κάτι που έλιωνε μέσα μου), να ψάχνεις μια σιλουέτα, για να κρατήσεις το περίγραμμα της στον νου σου. Αυτό μόνο. Μια σιλουέτα, τίποτα περισσότερο. Και όταν ο επιτάφιος ξαναγύριζε στην εκκλησία, η ελπίδα για κάποια ανάσταση και μείωση του πόνου σου, έπαιρνε τέλος. Είχε πεθάνει εκεί. Τελευταία.
Σ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου