Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

"Ζωή και Θάνατος στο τρίτο Ράϊχ"








Το Ολοκαύτωμα ήταν πάντοτε ένα θέμα που με ενδιέφερε πολύ. Εψαχνα πληροφορίες, βιβλία επιζώντων, εικόνες. Η πρώτη , συγκλονιστική αφήγηση, ήταν όταν πρωτοείδα το φιλμ του Αλαίν Ρεναί "Νύχτα και ομίχλη", το 1963 στην Κινηματογραφική Λέσχη Θεσσαλονίκης, του Παύλου Ζάννα. Ηταν οι πρώτες συγκλονιστικές εικόνες που έβλεπα. Υπήρχαν στην προβολή επιζώντες Εβραίοι, των οποίων οι χαμηλοί τόνοι μου έκαναν εντύπωση.  Τότε στον περίγυρο δεν υπήρχαν πληροφορίες, ούτε είχαν αρχίσει να εκδίδονται βιβλία για το τεράστιο αυτό θέμα. Εννοείται πως άκρα του τάφου σιωπή επικρατούσε και για την εξολόθρευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Μια φίλη Εβραιοπούλα  που είχα, ελάχιστα μιλούσε γι αυτό. Θυμάμαι ότι είχαμε δει μαζί το "Χιροσίμα αγάπη μου", μια ελεγεία στις μνήμες του πυρηνικού ολέθρου και ενώ θα μπορούσε να συσχετίσει, δεν το επιχείρησε.

Πέρασαν τα χρόνια. Ήλθε στην επιφάνεια ο Πρίμο Λέβι, ο Ζαν Αμερίχ, η Χάνα Αρεντ (για τον Αϊχμαν), ο Χανς Φαλλάντα (από την πλευρά των Γερμανών), οι διάφορες μελέτες για την Ισραηλιτική κοινότητα Θεσσαλονίκης, ταινίες αργότερα κ.λ.π., ακόμη και η "Λίστα του Σίντλερ", η ταινία του Σπίλμπεργκ.

Πάντοτε όμως έμενε αναπάντητο το μεγάλο ερώτημα. Πως δηλ. ο γερμανικός λαός επέτρεψε να γίνουν όλα αυτά, γιατί δεν αντέδρασε (ούτε καν οι διάφορες πολιτικές ομάδες), ακόμη και λίγους μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. 

Σ αυτό το μεγάλο (δικό μου) ερώτημα απαντά , με πειστικό τρόπο, ένα βιβλίο που βρίσκεται εδώ και λίγο καιρό στα χέρια μου.

 Είναι το "Ζωή και Θάνατος στο Τρίτο Ράϊχ" του Πήτερ Φρίτσε. (Εκδόσεις Θύραθεν-Harvard University Press). Ο Φρίτσε γεννημένος το 1959 είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Ιλλινόϊς.

Εξηγεί, μέσα από αφηγήσεις απλών Γερμανών πολιτών που διατηρούσαν ημερολόγια (τα ελάχιστα που βρέθηκαν, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αφήσουν στοιχεία μνήμης για το έγκλημα που διεπράχθη με την ανοχή τους ή και την στήριξη τους). Το βιβλίο διατρέχει την γερμανική κοινωνία, ακόμη και τους πρώτους μήνες της χιτλερικής διακυβέρνησης (από τον Ιανουάριο του 1933) και εξηγεί πως οι πολίτες ανακάλυψαν την κρυφή γοητεία του ναζισμού, που μετέτρεψε αρχικά την ατομική καθημερινότητα τους σε συλλογική-και κάτω από έλεγχο-διαδικασία, που έβαλε το μάτι και αυτί του γείτονα σε κάθε σπίτι. Πως απάντησε στις συναισθηματικές τους ανάγκες, μετά την ήττα του 1918 και τις παλινωδίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. πως πρώην κομμουνιστές και σοσιαλιστές ενσωματώθηκαν γρήγορα και πολλοί απ αυτούς (όχι όλοι φυσικά, εξάλλου ήταν οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι) μετατράπηκαν σε φανατικούς ναζί. 


Πως-κυρίως-αδιαφόρησαν (στην καλύτερη περίπτωση) ή και ενίσχυσαν την διαδικασία που ξεκίνησε το καθεστώς με τους φυλετικούς νόμους πρώτα, αλλά και με την βία αργότερα, που μετά το 1941 εξελίχθηκε σε αυτό που ξέρουμε ως "τελική λύση", την εξολόθρευση δηλ. 6.000.000 Εβραίων με αυτόν τον απίστευτο για τα δεδομένα του 20ου αιώνα τρόπο, τον θάλαμο αερίων. Προηγήθηκαν βέβαια τα 2,2 περίπου εκατομμύρια των Εβραίων της ΕΣΣΔ , που δολοφονήθηκαν από ειδικές ομάδες SS, αλλά και από την ίδια την Βέρμαχτ,η οποία δεν ήταν άμοιρη ευθυνών, όπως επιχειρήθηκε αργότερα να αναδειχθεί από διάφορους.

Η φρίκη αυτή, που ανάγκασε τον Πρίμο Λέβι να πει ότι "δεν μπορεί να υπάρχει θεός μετά το Άουσβιτς", ήταν για κάποιες δεκαετίες μέσα στην σιωπή. Και οι ίδιοι οι επιζώντες ήθελαν να ξεχάσουν. Σήμερα-παρά τις πανάθλιες "αναθεωρητικές" προσπάθειες-και την νεοναζιστική εκδοχή της μη ύπαρξης του, το Ολοκαύτωμα είναι ιστορικά απλωμένο μπροστά μας και οφείλουμε να το προσεγγίσουμε, όχι μόνο γιατί δεν πρέπει να επαναληφθεί (αυτό ίσως ως ευχή ακούγεται φριχτό), αλλά για την "κατανόηση"του φαινομένου του ναζισμού, του τρόπου που αυτός επέλεξε να παρασύρει-και το πέτυχε-τον γερμανικό λαό στις επιδιώξεις του και να βγάλουμε όχι μόνο ιστορικά , αλλά και πολιτικά συμπεράσματα.

Η βαρβαρότητα πρέπει να αποδειχθεί ότι δεν είναι συνυφασμένη με το ανθρώπινοι είδος, παρ όλο που και σήμερα συνεχίζονται οι πόλεμοι και δεν καταφέραμε ακόμη, ως είδος, να περάσουμε στο επίπεδο της συνεννόησης και της αλληλοκατανόησης.

Οι ολοκληρωτισμοί άφησαν τα μεγάλα μαύρα αποτυπώματα τους στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν πρέπει να τους θεωρήσουμε σε καμιά περίπτωση ως την "λύση". Το ξέρουμε καλά και εδώ στην Ελλάδα.

Σ.Σαρακενίδης

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Η ελληνική κοινωνία και το σύνδρομο Κόρσακοφ





 Πέντε περίπου χρόνια της κρίσης , τα οποία άφησαν πίσω τους κουρασμένους επιβάτες του πάλαι ποτέ πολυτελούς λεωφορείου της "Ελλάς travel", που άλλοι συνεχίζουν πεζοί, άλλοι ξυπόλητοι και αρκετοί τα έχουν παρατήσει και περιμένουν μόνοι στην άκρη του δρόμου (τον Γκοντό; αυτός πάντως δεν ήλθε ποτέ).

Οι υπόλοιποι που συνεχίζουν, αφού πλήρωσαν πανάκριβο εισιτήριο, χωρίς ακόμη να είναι σίγουροι πού πάει το όχημα και, κυρίως δεν ξέρουν, αν δεν τους ξαναζητηθεί συμπληρωματικό ναύλο.

Ελαφρώς συγχισμένοι, κουρασμένοι από τα τραντάγματα, προσπαθούν να δουν πάνω από τις πλάτες του οδηγού, που επί τέλους βγάζει αυτός ο δρόμος. Μερικοί απ αυτούς νοιάζονται και για αυτούς που εγκατέλειψαν το λεωφορείο και προσπαθούν να πείσουν τον οδηγό να γυρίσει πίσω για να τους παραλάβουν. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν καταφέρει και πολλά πράγματα.

Σ αυτές τις διαπραγματεύσεις, οι στραβοτιμονιές των κατά καιρούς οδηγών ξεχνιούνται ή παραμερίζονται, στην προσπάθεια (όπως στο "μεροκάματο του τρόμου") η διεκπεραίωση του εύφλεκτου εμπορεύματος να γίνει χωρίς ανεπιθύμητες εκρήξεις. Αλλά μέχρι στιγμής δεν πιάνουν τόπο τα λόγια και οι παραινέσεις και όπως στην ταινία του Κλουζό κινδυνεύουμε να τιναχτούμε στον αέρα. Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαστε στο τέρμα, αλλά κάπου στη μέση. Κάτι είναι κι αυτό.


 Αλλά εδώ έρχεται το σύνδρομο Κόρσακοφ να παίζει τον ρόλο του. Οι φορείς του-οι οδηγοί-πάσχοντας από διαταραχή της μνήμης, την αναπλάθουν μέσα από την δική τους μυθοπλασία, παίρνοντας από δω και από κει ψήγματα επίπλαστης πραγματικότητας, δήθεν δημοκρατικότητας, συνέπειας και ειλικρίνειας. Και οι επιβάτες-αρκετοί απ αυτούς, καμιά 58αριά-προσποιούνται ότι τους πιστεύουν. Και έτσι, ενώ ο δρόμος μπροστά έχει λακκούβες που πρέπει να τις διασχίσει κανείς με συγκεκριμένη ταχύτητα, αλλιώς κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα και ενώ πίσω έχουν μείνει πολλοί πρώην επιβάτες,χωρίς ελπίδα άλλου οχήματος, η συζήτηση με τους "αμνήμονες" συνεχίζεται , γιατί, δυστυχώς αυτοί έχουν ακόμη το κλειδί της μίζας του αυτοκινήτου.

 Κάποιοι άλλοι που κάνουν εντατικά μαθήματα οδήγησης, χάνουν μάλλον τον καιρό τους, γιατί όχημα με 15 τιμόνια δεν ανακαλύφθηκε ακόμη.

Μήπως κ. Κλούνευ μαζί με την προτροπή για την επιστροφή των μαρμάρων, να κάνατε κάτι και για τον ορθολογισμό. Θα παίρνατε πολύ περισσότερα ευχαριστήρια γράμματα τότε.

Σ.Σαρακενίδης